2. Τι είναι η ΕΕ και ποιος είναι ο ρόλος της μέσα στη ΝΔΤ της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πιλοτικό σχήμα των πολυεθνικών για την ουσιαστική κατάργηση των κρατών-εθνών
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ακόμη και αν ξεκίνησε ως ΕΟΚ σαν ένα οικονομικό μπλοκ για την προώθηση των συμφερόντων των κυριότερων Ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου, μετά την Συνθήκη του Μάαστριχτ και αυτών που επακολούθησαν, είναι σαφώς το ευρωπαϊκό δημιούργημα των Πολυεθνικών. Η ΕΕ σήμερα παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην ΝΔΤ, εφόσον αποτελεί το «πιλοτικό σχήμα» για την ουσιαστική κατάργηση των κρατών- εθνών και την μεταβίβαση όλων των εξουσιών τους σε απρόσωπες και ουσιαστικά ανεξέλεγκτες από τους λαούς (αλλά απόλυτα ελεγχόμενες από τις υπερεθνικές επιχειρήσεις) πολιτικές ελίτ. (Σημ. βλέπε για τεκμηρίωση των παραπάνω Takis Fotopoulos, The NWO in Action, Globalization, the Brexit Revolution and the “Left”, Progressive Press, 2016, κεφ 1-2).
Η παγίωση της ΝΔΤ στον Ευρωπαϊκό χώρο έγινε μέσα από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) που καθιέρωσε τις γνωστές «4 ελευθερίες» (κεφαλαίου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργασίας), που συνοψίζουν την ουσία της ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και την εκφράζουν στον ευρωπαϊκό χώρο.
Το ιδεολογικό πρόσχημα που χρησιμοποίησαν οι Ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ για τη συνθήκη αυτή ήταν ότι ο εντεινόμενος οικονομικός ανταγωνισμός του ευρωπαϊκού μπλοκ με τα μπλοκ της Βόρειας Αμερικής και της Άπω Ανατολής, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς που επέβαλε η άνοδος των πολυεθνικών, ανάγκασε τις ευρωπαϊκές ελίτ να προχωρήσουν στην ενοποίηση των ελεύθερων αγορών των μελών της ΕΕ. Και αυτό γιατί μόνο μια αγορά με ηπειρωτικές διαστάσεις θα μπορούσε δήθεν να εξασφαλίσει την επιβίωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, όταν βέβαια στην πραγματικότητα είναι οι Γερμανικές κυρίως βιομηχανίες που επέζησαν του ανταγωνισμού αυτού, ενώ οι Βρετανικές, Ιταλικές και σε μεγάλο βαθμό και οι Γαλλικές καταποντίστηκαν στον ανταγωνισμό αυτό, με αποτέλεσμα την μαζική άνοδο των κινημάτων για την εθνική και οικονομική κυριαρχία στις χώρες αυτές, που η σημερινή άθλια «Αριστερά» χαρακτηρίζει ως «ακροδεξιά» αν όχι «φασιστικά»!
Από την άλλη μεριά, το ιδεολογικό τέχνασμα που χρησιμοποίησαν οι Ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ για να δικαιολογήσουν τη συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν το χιλιοφθαρμένο επιχείρημα της ενοποίησης των Ευρωπαϊκών λαών για την αποτροπή νέων πολέμων μεταξύ τους, όταν βέβαια νέοι πόλεμοι σαν τους προηγούμενους δύο παγκόσμιους πολέμους αποκλείονται σήμερα όχι βέβαια λόγω της «Ενωμένης Ευρώπης», αλλά ακριβώς λόγω της ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επιβλήθηκε για την υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων των πολυεθνικών που διαχειρίζονται την παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, μέσα από την ουσιαστική κατάργηση των κρατών-εθνών!
Μολονότι όμως η ενοποίηση των Ευρωπαϊκών αγορών αποτελούσε ήδη από το 1957, όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Ρώμης, επίσημο στόχο του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου, εντούτοις, πέρασαν άλλα 30 χρόνια πριν διαμορφωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Πράξη Ενιαίας Αγοράς (Ιούλης 1987). Δηλαδή η δέσμη των 300 περίπου εντολών που θα υλοποιούσαν, μέχρι το τέλος του 1992, την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων, του κεφαλαίου και της εργασίας μέσα στη Κοινότητα, με την κατάργηση όλων των μη δασμολογικών εμποδίων. Αυτό σήμαινε όχι μόνο το άνοιγμα, αλλά και την «απελευθέρωση» από κοινωνικούς ελέγχους (εν στενή και ευρεία έννοια) των τεσσάρων αγορών (αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας) ―τις γνωστές «4 ελευθερίες».
Η εθνική κυριαρχία μιας χώρας εξαρτάται ως επί το πλείστον από τη δυνατότητα και το βαθμό που έχει το εκάστοτε κράτος να καθορίζει την οικονομική πολιτική και να επιβάλει κοινωνικούς ελέγχους στις αγορές προς όφελος της κοινωνίας. Όμως, όπως γίνεται αντιληπτό, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και, συγκεκριμένα, μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της ΕΕ κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, καθώς τα κέντρα λήψης αποφάσεων μεταφέρονται σταδιακά από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο. Έτσι, η άσκηση οικονομικής πολιτικής δεν διαμορφώνεται πια από το εθνικό κοινοβούλιο ούτε καν από την εθνική κυβέρνηση, αλλά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών των μελών (Eurogroup), όπου οι αντιπρόσωποι χωρών με μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ισχύ ασκούν και περισσότερη επιρροή πάνω στις αποφάσεις αυτές. Ακόμα, η λειτουργία της συνθήκης του Μάαστριχτ επιβάλει τη σταδιακή αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής των μελών που βρίσκονται στην οικονομική περιφέρεια, όπως η Ελλάδα, με συνέπεια όποια στοιχεία οικονομικής αυτοδυναμίας υπήρχαν να χάνονται σταδιακά εξαιτίας του αδυσώπητου ανταγωνισμού των ανοιχτών και απελευθερωμένων αγορών. Η συνέπεια είναι οι μηχανισμοί της ΕΕ να κουρελιάζουν την οικονομική κυριαρχία και, συνακόλουθα, την εθνική κυριαρχία μετατρέποντας, ιδιαίτερα τα πιο «αδύναμα» μέλη της σε προτεκτοράτα σαν το ελληνικό.
Σήμερα η πατρίδα μας έχει φτάσει στο έσχατο όριο απώλειας κάθε ίχνους εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας, δηλαδή στον απόλυτο βαθμό εξάρτησης από την ΕΕ, την υπερεθνική ελίτ και το ΝΑΤΟ, (πράγμα που δεν έχει συμβεί, στον ίδιο βαθμό, σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα) και φαίνεται πεντακάθαρα στην απόλυτη δουλικότητά μας στην εξωτερική πολιτική μας και στα εθνικά θέματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ―δηλαδή η μετάλλαξη της ΕΟΚ, με βάση την συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 που θέσπισε την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής αγοράς― έγινε γεγονός την 1η Γενάρη 1993. Στην πραγματικότητα δηλαδή, η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτελούσε απλά την υλοποίηση της ΝΔΤ στον Ευρωπαϊκό χώρο, μέσα από:
- το άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργασίας και
- τον ταυτόχρονο δραστικό περιορισμό των προστατευτικών εμποδίων στην οικονομία (δηλαδή στη λειτουργία της αγοράς) προς όφελος της κοινωνίας
Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο της μετα-Μάαστριχτ Ευρώπης ήταν κοινή για όλα τα μέλη και καθοριζόταν από τις ανάγκες και τα συμφέροντα του Κέντρου. Έτσι, το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο προχώρησε με την Ενιαία Αγορά σε μια οικονομική ενοποίηση νεo-φιλελεύθερου χαρακτήρα (η οποία ολοκληρώθηκε στη συνέχεια με την ΟΝΕ και την Ευρωζώνη), στην οποία προσχώρησαν αμέσως τόσο οι τ. σοσιαλδημοκράτες και νυν σοσιαλ-φιλελεύθεροι, όσο και η Ευρω-αριστερά. Δεν είχαμε δηλαδή μια ενοποίηση λαών, όπως το παρουσίαζε η Κοινοτική προπαγάνδα, ούτε καν ενοποίηση Κρατών, αλλά απλώς την ενοποίηση ελεύθερων αγορών. «Ελεύθερες» αγορές, όμως, σημαίνουν όχι μόνο ανοικτές αγορές (δηλ. την απρόσκοπτη κίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας) αλλά και «ελαστικές» αγορές, (δηλ. την εξαφάνιση των «εμποδίων» στον ελεύθερο σχηματισμό των τιμών, αλλά και των μισθών, καθώς και τον γενικότερο περιορισμό του Κρατικού ρόλου στον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας) ―με άλλα λόγια, τον δραστικό περιορισμό του στοιχείου «εθνικής οικονομίας». Και αυτή ήταν η ουσία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που χαρακτήριζε το νέο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Ο βασικός στόχος στον oπoίo συνήθως αποβλέπει o σχηματισμός ενός οικονομικού μπλοκ, όπως αυτό της ΕΟΚ/ΕΕ ή της NAFTA κ.λπ., είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικής ικανότητας των ηγετικών χωρών (των «μητροπολιτικών κέντρων») στο κάθε μπλοκ. Στην εποχή όμως της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ο στόχος δεν είναι πια η ενίσχυση της ανταγωνιστικής ικανότητας των κρατών-μελών όπως στο παρελθόν, αλλά των πολυεθνικών που εδράζονται σε ένα οικονομικό μπλοκ όπως η ΕΕ, σε σχέση πχ με τις πολυεθνικές που εδράζονται στη NAFTA κλπ (ή απλά στις ΗΠΑ —σύμφωνα με τον Τραμπ.)
Η ΕΕ είναι ένα υποσύνολο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και έχει, επομένως, όλα τα χαρακτηριστικά του τελευταίου: ιεραρχικός καταμερισμός εργασίας ανάλογα με την οικονομική (και τη συνεπαγόμενη, συνήθως, πολιτική) δύναμη του κάθε μέλους. Αποτελεί επομένως χονδροειδή μύθο των ελίτ και των υποτακτικών τους ότι η Ελλάδα, όντας μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, είναι μέσα στο κέντρο των αποφάσεων. Στο βαθμό, λοιπόν, που θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ψήφος του Ροκφέλερ και αυτή ενός Πορτορικανού στις φτωχογειτονιές της Ν. Υόρκης έχουν την ίδια δύναμη στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, στον αντίστοιχο βαθμό η ελληνική ή η ιρλανδική ψήφος μέσα στην ΕΕ έχει την ίδια σημασία με τη γερμανική ή τη γαλλική! Είναι, άλλωστε, κοινό μυστικό ότι ένα είδος διευθυντηρίου λειτουργεί μέσα στην ΕΕ, η οποία επίσης αποτελεί μία ιεραρχική πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η Γερμανία και η Γαλλία (η σωστότερα οι Γερμανικές και Γαλλικές πολυεθνικές από πίσω τους), ενώ η βάση της πυραμίδας προορίζεται για τις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού «Νότου» ―δηλαδή τις χώρες στην ημιπεριφέρεια της ΕΕ (Ισπανία, Ιρλανδία) και την περιφέρεια (Ελλάδα, Πορτογαλία), τις οποίες, μάλιστα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές, είχαν βαφτίσει (υποτίθεται από τα αρχικά τους στα Αγγλικά) «Pigs» (γουρούνια). Το γεγονός βέβαια ότι κάποιες πολυεθνικές εδράζονται στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (πχ Ιρλανδία) δεν αλλάζει τίποτα στον προαναφερθέντα συσχετισμό δυνάμεων, εφόσον οι χώρες αυτές χρησιμοποιούνται από αυτές (όπως πχ και η Ινδία ή η Σιγκαπούρη) απλά για κάποια οικονομικά πλεονεκτήματα που προσφέρουν σε αυτές (φορολογικά, κόστος παραγωγής κλπ).
Η ΕΕ επομένως απέχει πολύ από το να είναι η «Ευρώπη των Λαών» που μας υπόσχονταν, με την ελληνική περίπτωση να το έχει καταδείξει ξεκάθαρα. Ο χαρακτηρισμός «Ευρώπη των Πολυεθνικών» αποτελεί ακριβή περιγραφή της φύσης αυτού του οικοδομήματος, αφού οι μηχανισμοί και οι θεσμοί λειτουργίας του εξυπηρετούν αυτές και μόνο.
Τυπικά η διαδικασία νομοθέτησης περιλαμβάνει :
- την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν), τα μέλη της οποίας σύμφωνα με τους καταστατικούς κανόνες αντιπροσωπεύουν το γενικό συμφέρον της ΕΕ (και όχι των κρατών από τα οποία προέρχονται!)
- το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
- και την Ευρωβουλή, η οποία βασικά είναι ένα κλαμπ συζητήσεων, μολονότι τα τελευταία πέντε χρόνια, κατόπιν της γενικής κατακραυγής για τους Ευρωκηφήνες, της δόθηκε η εξουσία να περνά νέους νόμους, όπως και έκανε σχετικά με τη μετανάστευση, το περιβάλλον κλπ— δηλαδή τα προσφιλή θέματα της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», η ιδεολογία της οποίας είναι κυρίαρχη στο Ευρωκοινοβούλιο που ελέγχεται από σοσιαλδημοκράτες και παρόμοιους.
Ουσιαστικά όμως ποιος θα έφερνε αντίρρηση στο γεγονός ότι οι γραφειοκράτες της ΕΕ όπως ο Γιούνκερ, ο Τουσκ, ο Ντράγκι κλπ εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Πολυεθνικών και εφαρμόζουν πολιτικές προς όφελος των αντίστοιχων οικονομικών ελίτ; Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι επιλεγμένα μέλη των υπερεθνικών πολιτικών και τεχνοκρατικών ελίτ, όπως ο Τουσκ, με βάση την προϊστορία του στην Πολωνία και τον ρόλο που έπαιξε στο πραξικόπημα της Ουκρανίας, ή ο Γιούνκερ με την μακρά καριέρα του στα Ευρωπαϊκά όργανα, ή τέλος ο Ντράγκι με επίσης μακρά καριέρα στην Παγκόσμια Τράπεζα, την Γκόλντμαν Σακς κλπ. Από την άλλη μεριά, δεν έχει κανένας αμφιβολία ότι οι πολίτες της ΕΕ έχουν τυπική μόνο συμβολή στη διαμόρφωση των πολιτικών, καθώς τα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι εντελώς αποκομμένα από αυτούς, κάτι που αντανακλάται και στην αυξανόμενη απάθεια και αποχή από τις Ευρωεκλογές. Οι μόνες άλλωστε Ευρωεκλογές που αναμένεται να έχουν υψηλή συμμετοχή είναι οι φετινές, ακριβώς γιατί οι Ευρωπαίοι πολίτες, μέσα από τα κινήματα για την εθνική κυριαρχία (που τα τυπικά ή άτυπα όργανα της ΕΕ στην Ελλάδα, όπως όλα τα κόμματα –συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ!– και φυσικά οι συστημικοί παράγοντες αποκαλούν ακροδεξιά, αν όχι φασιστικά!) θέλουν να εκφράσουν την οργή τους κατά της ΕΕ που τους καταπατά κάθε ίχνος εθνικής κυριαρχίας. (Σημ. πράγμα που Η αλήθεια δηλαδή είναι ότι το κατασκεύασμα αυτό, που από τους καταπιεστές των λαών ονομάζεται (ευρωπαϊκή) «δημοκρατία» αποτελεί μία δαιδαλώδη γραφειοκρατική δομή που δουλεύει για το συμφέρον των οικονομικών, πολιτικών, μιντιακών και ευρύτερα πολιτιστικών ελίτ. Η «δημοκρατία» δηλαδή αυτή είναι εντελώς ψευδεπίγραφη τόσο στο εθνικό όσο και στο υπερεθνικό επίπεδο (ΕΕ, διεθνών οργανισμών). Δεν έχουν λοιπόν άδικο πολλοί που μιλούν για Ευρωούντα!
Η ένταξή μας στις ανοιχτές και απελευθερωμένες αγορές που επιβάλει η ΕΕ ουσιαστικά συνέχισε και ολοκλήρωσε τη διαδικασία εξαρτημένης/εξωστρεφούς ανάπτυξης που είχε ξεκινήσει μεταπολεμικά. Βασική συνέπεια ήταν (και είναι) η αποδιάρθρωση της παραγωγικής μας δομής, δηλαδή το ουσιαστικό κλείσιμο ή η μετανάστευση των δασμοβίοτων ελληνικών βιομηχανιών, οι οποίες δεν άντεξαν στον σκληρό ανταγωνισμό που επιβάλλουν οι ανοιχτές αγορές της ΕΕ. Η περίπτωση της αγροτικής παραγωγής είναι αντίστοιχη (τηρουμένων των αναλογιών) αφού η δραματική της συρρίκνωση έχει ως αποτέλεσμα να έχει φτάσει από το σημείο που κάλυπτε σχεδόν το σύνολο των ντόπιων αναγκών, στο να αναγκαζόμαστε να εισάγουμε τα πιο στοιχειώδη γεωργικά προϊόντα. Επομένως, η πραγματικότητα διαφέρει πολύ από τη σύγκλιση με τις χώρες του κέντρου (Γερμανία, Γαλλία) που μας έταζαν οι ντόπιοι ευρωραγιάδες. Αντιθέτως, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συνέπεια ήταν η απόκλιση, κάτι απολύτως αναμενόμενο καθώς αυτή είναι η έκβαση της λειτουργίας της αγοράς. Όπως ακριβώς στα πλαίσια μιας χώρας ο πλούσιος γίνεται πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος, έτσι και οι μηχανισμοί της ΕΕ μεγαλώνουν το χάσμα ανάμεσα στα διάφορα μέλη της οικονομικής ένωσης. Το μόνο που μένει σε μια οικονομία σαν την ελληνική για να επιβιώσει (δηλαδή να παρουσιάζει καπιταλιστική ανάπτυξη) μέσα σε μια ενιαία αγορά, τα μέλη της οποίας χαρακτηρίζονται από διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης (όπως αυτά εκφράζονται από την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα), είναι να επιδιώξει την περαιτέρω συμπίεση του εργατικού κόστους, φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο, υποβάθμιση του περιβάλλοντος κλπ. Και αυτή είναι κατάσταση που βιώνουμε με τόση οξύτητα τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η φτώχεια και η ανεργία φούντωσαν μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Έτσι, το 1980, λίγο πριν ενταχθούμε στην ΕΟΚ, η Ελλάδα μαζί με την Πορτογαλία είχαν τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας [8] στην Κοινότητα. Αλλά ακόμη και στο μέσο της αναπτυξιακής φούσκας της περασμένης δεκαετίας σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,[9] η Ελλάδα, μετά από 27 ολόκληρα χρόνια μέσα στην ΕΟΚ/ΕΕ, είχε το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που βρίσκονταν στα όρια της φτώχειας, όπως αντίστοιχα ερχόταν πρώτη (μαζί με την Ισπανία) ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης όσον αφορά στη φτώχεια γενικά (20%).[10] Σήμερα, έχοντας συμπληρώσει υπερ-35ετή θητεία πλήρους ένταξης στην ΕΕ, το ποσοστό πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας φθανει σχεδον το 35%!
Η πιο ακραία ίσως μορφή οικονομικής συστημικής βίας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι η ανεργία ή, εναλλακτικά, η περιστασιακή και μερική (υπό)απασχόληση. Η ανεργία όμως είχε αρχίσει να φουντώνει από τον καιρό της ένταξής μας στην ΕΟΚ/ΕΕ και απλά σήμερα …απογειώθηκε. Ακόμη και στην εποχή των «παχιών αγελάδων», η ανεργία είχε διπλασιαστεί, από 3,6% το 1984, σε 7% το 1997, παρά το γεγονός ότι το εργατικό κόστος μειωνόταν δραστικά όλη την δεκαετία του 1990, ενώ τα κέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις πολλαπλασιάζονταν. Την περασμένη δεκαετία σημειώθηκε μια εντελώς παροδική μείωση της ανεργίας, σαν αποτέλεσμα της Ολυμπιάδας και των έργων «βιτρίνας» που χρηματοδοτούσε η ΕΕ, για να συνεχίσει κατόπιν την ανοδική πορεία της. Έτσι, οι άνεργοι, το 2005-08 είχαν φθάσει σχεδόν στο 8% του ενεργού πληθυσμού, ενώ το 2009 είχαν ανεβεί στο 9,5%. Με το σκάσιμο της «φούσκας» οι άνεργοι τριπλασιάστηκαν και το 2010 έφτασαν το 28%(!), ενω σήμερα η ανεργία στην Ελλάδα είναι η υψηλότερη στην ΕΕ με καθολικές πλέον τις ελαστικές σχέσεις εργασίας (υποαπασχόληση, εργασία εκ περιτροπής κλπ). Ετσι, ακόμη και μετά τις αλχημείες της Eurostat (με τη συμφωνία βέβαια της Ευρωχούντας και της κυβέρνησης των πολιτικών απατεώνων) για να επιδείξουν καθοδική πορεία της ανεργίας, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η ανεργία έφθανε πέρυσι τον Σεπτέμβριο σχεδόν το 19%!
Ως συνέπεια της αποτυχίας αυτής για την απορρόφηση του εργατικού δυναμικού, το 20-30% του πληθυσμού μετανάστευσε στο εξωτερικό στις δεκαετίες ‘60-‘70. Από την αρχή αυτής της δεκαετίας η μετανάστευση νέων καλπάζει ιδιαίτερα προς την Γερμανία [6], ενώ ανάλογη αύξηση Ελλήνων μεταναστών παρατηρείται στην Αυστραλία και αλλού. Και η διαφορά είναι ότι τώρα δεν μεταναστεύει, όπως τότε, το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, αλλά το εξειδικευμένο δυναμικό των πτυχιούχων[7] που θα αποτελούσε τη βάση για οποιασδήποτε σύγχρονη οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον! Είναι, επομένως, άλλος ένας αποπροσανατολισμός ότι η ανεργία και η φτωχοποίηση του Λαού είναι αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας, σαν αποτέλεσμα της «κρίσης του Χρέους» και των Μνημονίων. Στην πραγματικότητα, ήταν τα «δομικά» προβλήματα της οικονομίας που οδήγησαν στην έκρηξη του Χρέους (https://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2013/2013_07_14.html)
Με την ίδια λογική, όπως παραπάνω, εύκολα αποδείχνεται ότι η συμμετοχή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ δεν μείωνε το άνοιγμα της χώρας μας με το κέντρο του μπλοκ, όπως ισχυρίζονταν τα παπαγαλάκια της Κοινότητας, αρκεί οι δυνάμεις της αγοράς να αφεθούν ελεύθερες στη λειτουργία τους, συνεπικουρούμενες από τα διαρθρωτικά ταμεία της Κοινότητας κ.λπ. Η μεταφορά όμως πόρων από το κέντρο στην περιφέρεια στοχεύει περισσότερο στη δημιουργία ζήτησης για τα προϊόντα του κέντρου παρά στον εκσυγχρονισμό της περιφέρειας. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώθηκε ακόμη και από τη πρώτη δεκαετία της ένταξής μας, όταν οι σημαντικές Κοινοτικές μεταβιβάσεις προς την Ελλάδα απλώς συνέβαλαν στον υπερδιπλασιασμό των εισαγωγών μας από την ΕΟΚ, μεταξύ 1980 και 1989, και σε ασήμαντη αντίστοιχη βελτίωση των εξαγωγών μας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, ακόμα και αν πάρουμε υπόψη όλες τις μεταβιβάσεις εισοδημάτων από την Κοινότητα στη χώρα μας, οι μεταβιβάσεις αυτές δεν κάλυπταν, στην ίδια περίοδο, ούτε το 30% του εμπορικού ελλείμματός μας με τις χώρες της Κοινότητας! Και από τότε, βέβαια, η κατάσταση χειροτέρευσε, όπως φανερώνει η συνεχής επιδείνωση του Ισοζυγίου Πληρωμών στα χρόνια από την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ το 1981. Έτσι, στην περίοδο μετά την ένταξή μας στην Ενιαία Αγορά της ΕΕ, η ανταγωνιστικότητά μας, μετρούμενη με βάση το μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές, μειώθηκε κατά το ένα τρίτο μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια (1995-2008)!
(Σημ. Τα περισσότερα από τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από τα βιβλία του Τάκη Φωτόπουλου, Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ, Γόρδιος, 2010 & Το Χρονικό της Καταστροφής, 2010-15, Γόρδιος, 2015 βλ. https://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/)
Εάν λοιπόν πάρουμε υπόψη ότι το χρέος είναι απλά η συνέπεια της ένταξης χωρών με τεράστιες διαφορές στην ανταγωνιστικότητα σε μια οικονομική ένωση όπως η ΕΕ, τότε μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η ένταξή μας στην ΕΕ και, στη συνέχεια, στην Ευρωζώνη έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην έκρηξη της κρίσης το 2010 που οδήγησε στα Μνημόνια, την οικονομική καταστροφή και την πλήρη μετατροπή της χώρας μας σε άτυπο προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ. Η μετατροπή όμως της Ελλάδας σε άτυπο προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ, δηλαδή όχι μόνο των Ευρωπαϊκών ελίτ αλλά και της Αμερικανικής, δεν έχει μόνο οικονομικές, αλλά και πολιτικές, πέρα από τις πολιτιστικές συνέπειες. Η Ελλάδα σήμερα έχει μετατραπεί σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο της Υ/Ε αλλά και κύριο σύμμαχο του εγκληματικού Ισραήλ. Τις συνέπειες τις είδαμε σχετικά με το «Μακεδονικό» όπου η κυβέρνηση των μεγαλύτερων ίσως πολιτικών απατεώνων στην Ελληνική Ιστορία, συναίνεσε, όπως απαιτούσαν τα Νατοϊκά και Κοινοτικά αφεντικά της, στο γεωγραφικό προσδιορισμό του κράτους των Σκοπίων, που μπορεί να υποθάλψει κάθε δυνατότητα αλυτρωτισμού στο μέλλον. Και το χειρότερο, έκανε το μεγαλύτερο έγκλημα, να αποκλείσει τον Ελληνικό λαό από οποιαδήποτε συμμετοχή στη μέγιστη αυτή εθνική απόφαση, δείχνοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο την απόλυτη περιφρόνηση προς τον Ελληνικό λαό της «αριστερής» αυτής αγυρτείας.
Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, αφού η ένταξή μας στην ΕΕ ειδικά και στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς γενικότερα προκάλεσαν μέσα σε μερικές δεκαετίες κυριολεκτική καταστροφή στην οικονομία μας, οδηγώντας το λαό μας στην αργή εξόντωσή του, έρχονται πάλι τα ίδια τα όργανα της καταστροφής (τα συστημικά κόμματα και οι ελίτ με προεξάρχουσα την αλητεία του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα την ΝΔ), να μας «πείσουνε» για τη δήθεν «ανάπτυξη» που για μια ακόμη φορά ανατέλλει, μετά από το δήθεν τέλος των Μνημονίων (ενώ οι ξένες ελίτ μας έχουν δεσμεύσει σε εξοντωτικά μέτρα μέχρι το 2060 και έχουν δεσμεύσει τον εθνικό μας πλούτο για 99 χρόνια!) και τις ξένες επενδύσεις που θα μας έλθουν, πάντα βέβαια μέσα στην ΕΕ.
Όμως, η πολυπόθητη ανάπτυξη που περιμένουμε θα είναι και η καταστροφή μας. Και αυτό διότι μόνο με κινεζοποιημένες σχέσεις εργασίας, ολοκληρωτικό ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου και διάλυση του όποιου κράτους πρόνοιας θα είναι δυνατόν να επιτευχθεί στο απροσδιόριστο μέλλον κάποια καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Μια ανάπτυξη που θα βασίζεται:
- σε ανισομερή ανάπτυξη των όποιων παραγωγικών κλάδων θα «αναπτυχθούν»
- σε εξαθλιωμένους μισθούς
- σε μερική ή/και περιστασιακή απασχόληση
- στην ισοπέδωση την κατεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων
- στη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και
- την πλήρη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων προς όφελος των επενδυτών/Πολυεθνικών.
Δηλαδή, μια ανάπτυξη για τους λίγους, αυτούς που επωφελούνται από τη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που, για τη χώρα μας, λόγω των φυσικών της προσόντων, προβλέπεται βασικά να είναι μια ανάπτυξη που θα θεμελιώνεται στον Τουρισμό. Φυσικά, αυτή δεν είναι ανάπτυξη που έχει κάποια σχέση με τις πραγματικές ανάγκες του Ελληνικού λάου, αφού δεν έχει καμία σχέση με αυτοδύναμη ανάπτυξη. Δηλαδή, ο λαός της χώρας μας καταδικάζεται να είναι μόνιμα η «τσόντα» στον Ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, ένας τόπος αναψυχής ή γηροκομίας για τους άλλους λαούς που επίσης υποφέρουν κάτω από τον κνούτο των υπερεθνικών ελίτ στη ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.